ἀκαμαντοχάρμας

ἀκαμαντοχάρμας
ἀκᾰμαντο-χάρμας, α, ,
A unwearied in fight, Pi.Fr.184, in voc. ἀκαμαντοχάρμᾰν Αἶαν.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακαμαντοχάρμας — ἀκαμαντοχάρμας, ο (Α) ο ακαμαντομάχας* (Πίνδ. απ. 179). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + χάρμας < χάρμα, η] …   Dictionary of Greek

  • ἀκαμαντοχάρμας — ἀκαμαντοχάρμᾱς , ἀκαμαντοχάρμης masc acc pl ἀκαμαντοχάρμᾱς , ἀκαμαντοχάρμης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”